- κεφαλόδεμα
- το головная повязка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κεφαλόδεμα — και κεφαλοδέσι το (Μ κεφαλόδεμα) μαντίλι ή κορδέλα με τα οποία δένεται το κεφάλι για συγκράτηση τών μαλλιών ή για στολισμό νεοελλ. 1. επίδεσμος τού κεφαλιού για συγκράτηση διαφόρων επιθεμάτων 2. ιατρ. ορθοπεδικό μηχάνημα με το οποίο συγκρατείται… … Dictionary of Greek
κεφαλ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής, το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό: α) ανήκει ή αναφέρεται στο κεφάλι (κεφαλαλγής, κεφαλόδεσμος) β) μοιάζει με κεφάλι ή έχει το σχήμα κεφαλιού (κεφαλοτύρι) γ) είναι το ανώτατο σημείο, η κορυφή, ο αρχηγός… … Dictionary of Greek
κεφαλοδέσι — το βλ. κεφαλόδεμα … Dictionary of Greek
κεφαλοπάνι — το κεφαλόδεμα*, αραχνοΰφαντο κάλυμμα τού κεφαλιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + πάνι (< πανί), πρβλ. στηθο πάνι, τυφλο πάνι] … Dictionary of Greek
κεφαλόδεσμος — ο (Α κεφαλόδεσμος) κεφαλόδεμα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + δεσμός (< δεσμός < δέω (II) «δένω»), πρβλ. καρπό δεσμος, σχοινό δεσμος] … Dictionary of Greek
κεφαλόδεσμος — κεφαλόδεσμος, ο και κεφαλόδεμα, το, ατος μαντίλι της κεφαλής, κορδέλα: Ο κεφαλόδεσμος την ομορφαίνει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)